- δρεπανίς
- δρεπανίςbirdfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δρεπανίς — η (AM δρεπανίς) ζωολ. γένος πτηνών τής οικογένειας τών δρεπανιδών είναι μικρό πτηνό με ποικίλα χρώματα και με γλώσσα ειδικά κατασκευασμένη να απομυζά το νέκταρ τών λουλουδιών αρχ. είδος πουλιού που ονομάζεται έτσι από το σχήμα τών φτερών του,… … Dictionary of Greek
δρεπανίδα — δρεπανίς bird fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρεπανίδες — δρεπανίς bird fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
drepnea — DREPNEÁ, drepnele, s.f. Pasăre asemănătoare cu rândunica, cu penele de culoare cafenie închisă şi cu gâtul alb (Cypselus apus) – Probabil din drepănea, idem (< lat. drepanella, diminutiv al lui drepanis). Trimis de Anonim, 13.09.2007. Sursa:… … Dicționar Român
ՄԱՔԱԼՈՒԿ — ( ) NBH 2 0231 Chronological Sequence: Early classical գ. Անուն թռչնոյ. ըստ յն. տրէբանի՛ս. թ. դըռփանճըգ. այսինքն մանգաղուկ կամ մանգաղիկ. δρεπανίς drepanis, falcula, riparia. *Ծիծռանց, եւ այլոց թռչոց, որ անուանեալ կոչին մաքալուկք, որք յօդոցն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)